πολυπεπτίδιο

From LSJ

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(βιοχ.) αλυσίδα αμινοξέων που περιέχει από 10 ώς 100 αμινοξέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. polypeptide, πιθ. < γερμ. Polypeptid (< πολυ- + peptide «πεπτίδιο»)].