πολυπόδιο
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
το / πολυπόδιον, ΝΜΑ πολύπους, -οδός]
βοτ. κοσμοπολίτικό γένος πτεριδοφύτων της οικογένειας πολυποδιίδες
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
το / πολυπόδιον, ΝΜΑ πολύπους, -οδός]
βοτ. κοσμοπολίτικό γένος πτεριδοφύτων της οικογένειας πολυποδιίδες