Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυσακχαρίτης

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

ο, Ν
(βιοχ.) μορφή με την οποία απαντούν στη φύση οι περισσότεροι υδατάνθρακες οι οποίοι μπορεί να έχουν δομή είτε διακλαδισμένη είτε γραμμική είτε και συνδυασμό τών δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polysaccharide (< πολυ- + σακχαρίτης)].