ποροσκοπία

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

η, Ν
(ιατρ.-νομ.) μέθοδος προσδιορισμβύ της ταυτότητας με τη μελέτη τών αποτυπωμάτων τών πόρων τών ιδρωτοποιών αδένων σε περίπτωση ατελών και μικρής έκτασης δακτυλικών αποτυπωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poroscopy (< πόρος + -σκοπία < -σκόπος < σκέπτομαι)].