ποροσκοπία

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(ιατρ.-νομ.) μέθοδος προσδιορισμβύ της ταυτότητας με τη μελέτη τών αποτυπωμάτων τών πόρων τών ιδρωτοποιών αδένων σε περίπτωση ατελών και μικρής έκτασης δακτυλικών αποτυπωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poroscopy (< πόρος + -σκοπία < -σκόπος < σκέπτομαι)].