πορφυραυγής

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που έχει λαμπερό πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσαυγής].