πουλερικό
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
Greek Monolingual
και παλ. τ. πουλλερικό, το, Ν
συν. στον πληθ. τα πουλερικά
συνοπτική ονομασία τών κατοικίδιων πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί + κατάλ. -ερικά κατά τα πεθερικά, σιδερικά].