πουρμπουάρ
From LSJ
Greek Monolingual
και μπουρμπουάρ, το, Ν
άκλ. φιλοδώρημα που δίνεται είτε για την παροχή υπηρεσιών είτε ως ένα επί πλέον της οφειλόμενης αμοιβής ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pourboire «φιλοδώρημα» < γαλλ. φρ. pour boire «για να πιεις»].