φιλοδώρημα

German (Pape)

[Seite 1279] τό, freigebiges Geschenk, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδώρημα: τό, φίλιον ἢ γενναῖον δώρημα, Νικήτ. Χων. Χρον. 1, 5.

Greek Monolingual

το, ΝΜ φιλοδωρῶ
νεοελλ.
1. μικρό χρηματικό ποσό που δίνεται ως δώρο σε ένα άτομο για υπηρεσία που προσέφερε, πουρμπουάρ
2. φρ. «φιλοδώρημα κατευοδώσεως»
(νομ.) το δώρο, που, με ρητή συμφωνία μεταξύ τών μερών κατά τη ναύλωση πλοίου, χορηγείται στον πλοίαρχο για τη φροντίδα του προς τα μεταφερόμενα εμπορεύματα
μσν.
φιλική προσφορά.