πούπουλο

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. μαλακό και χνουδωτό φτερό τών πουλιών, πτίλο
2. μτφ. καθετί πολύ ελαφρό και μαλακό
3. φρ. α) «τον έχει στα πούπουλα» — τον περιποιείται πάρα πολύ, τον παραχαϊδεύει
β) «κάθομαι στα πούπουλα»
i) κάθομαι πολύ αναπαυτικά
ii) με έχουν χαϊδεμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pupola].