πραγματάκι

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source

Greek Monolingual

και πραματάκι, το, Ν πράγμα, -ατος
υποκορ. του πράγμα.