μαλακότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM μαλακότης, -ητος) μαλακός
1. απαλότητα, τρυφερότητα («καὶ ὡσαύτως πάχος καὶ λεπτότητα ἢ μαλακότητα καὶ σκληρότητα ἡ ἁφή», Πλάτ.)
2. ηπιότητα, γλυκύτητα, προσήνεια, μειλιχιότητα
αρχ.
1. αδυναμία, ασθενικότητα
2. φρ. «μαλακότης τοῦ κλίματος» — το εύκρατο του κλίματος.