προήμαρ

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

Α
επίρρ. όλη την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἦμαρ ως επίρρ. «κατά τη διάρκεια της ημέρας»].