προήμαρ

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

Α
επίρρ. όλη την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἦμαρ ως επίρρ. «κατά τη διάρκεια της ημέρας»].