προαποδημώ

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

προαποδημῶ, -έω, ΝΜ ἀποδημῶ
πεθαίνω νωρίτερα από άλλον ή πριν από κάποιο γεγονός
νεοελλ.
ξενιτεύομαι νωρίτερα.