Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
προασκῶ, -έω, ΝΑασκώ κάποιον προκαταρκτικά, προγυμνάζω.