προασκώ

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

προασκῶ, -έω, ΝΑ
ασκώ κάποιον προκαταρκτικά, προγυμνάζω.