προγενεστέρως

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek (Liddell-Scott)

προγενεστέρως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκρ. προγενέστερος (ἴδε προγενής), Δ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. τ. 3, σ. 516.