προδιακινώ

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

-έω, Α
θέτω κάτι σε κίνηση από πριν
2. διεγείρω, ξεσηκώνω κάποιον ή κάτι από πριν («προδιακινήσας καὶ παραθαρρύνας τινὰς τῶν ἀμεινόνων», Ιώσ.).