προκαθαιρώ
From LSJ
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ καθαιρῶ
μσν.
καθαιρώ κάποιον από το αξίωμά του προηγουμένως
αρχ.
καταστρέφω εκ τών προτέρων.