προκαταλαγχάνω
English (LSJ)
obtain by lot beforehand, Sch. Pi.N.3.129.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταλαγχάνω: καταλαγχάνω πρότερον, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 129.
Greek Monolingual
Α
καταλαμβάνω κάτι με κλήρο προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω με κλήρο»].