προκαταστέλλω

English (LSJ)

begin by calming or moderating, τὴν διάνοιαν Aristid.Quint.2.15; τὸν θυμόν Eust.104.14.

German (Pape)

[Seite 729] vorher beilegen, beruhigen, Eust. 78, 19.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταστέλλω: καταστέλλω, καταπραΰνω πρότερον, προκαταστέλλων τὸν θυμὸν αὐτοῦ Εὐστ. 104. 14.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταστέλλω, καταπραΰνω εκ τών προτέρων (α. «προκαταστέλλειν τὴν διάνοιαν», Αριστείδ.
β. «προκαταστέλλων τὸν θυμὸν αὐτοῦ», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταστέλλω «αναχαιτίζω, κατευνάζω»].