αναχαιτίζω

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

(AM ἀναχαιτίζω)
εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι
μσν.
(αμτβ.)
1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ
2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου
αρχ.
Ι. (αμτβ.)
1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια
2. (για ανθρώπους) μτφ. είμαι ή γίνομαι ανυπάκουος, απείθαρχος
II. (μτβ.)
1. ανατρέπω, καταστρέφω
2. αποφεύγω υποχρεώσεις, απαλλάσσομαι από ασχολίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + χαιτίζω < χαίτη.