προπερασμένος

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
ο προηγούμενος από άλλον που πέρασε, ο πριν από τον προηγούμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πεπερασμένος, μτχ. παρακμ. του περαίνω].