προσάναμμα

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

το, Ν προσανάπτω
1. εύφλεκτη ύλη που χρησιμοποιείται για το άναμμα φωτιάς
2. μτφ. έναυσμα.