προσήιξαι

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source

Greek (Liddell-Scott)

προσήιξαι: προσήικται, ἴδε ἐν λ. προσέοικα.

Greek Monotonic

προσήιξαι: βʹ ενικ. Παθ. παρακ. του προσέοικα.