ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
προσήιξαι: προσήικται, ἴδε ἐν λ. προσέοικα.
προσήιξαι: βʹ ενικ. Παθ. παρακ. του προσέοικα.