προσανακλώ

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

-άω, Α
ανακάμπτω, λυγίζω, στρέφω προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνακλῶ «λυγίζω, κάμπτω, αναστρέφω»].