προσαναπίμπλημι
English (LSJ)
A fill besides, τοὺς παρόντας κακοηθείας Plu.2.631f.
2 infect besides, Arist.Pr.859b16.
German (Pape)
[Seite 749] (s. πίμπλημι), noch dazu anfüllen; Arist. probl. 1, 7; τοὺς παρόντας κακοηθείας, Plut. Symp. 2, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
remplir en outre de, gén..
Étymologie: πρός, ἀναπίμπλημι.
Russian (Dvoretsky)
προσαναπίμπλημι:
1 наполнять, преисполнять (τινά τινος Plut.);
2 (о болезни), заражать, поражать, (τινα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
προσαναπίμπλημι: γεμίζω προσέτι, τοὺς παρόντας κακοηθείας Πλούτ. 2. 631Ε. 2) μολύνω προσέτι, Ἀριστ. Προβλ. 1. 7.
Greek Monolingual
Α
1. γεμίζω κάτι επιπροσθέτως
2. μολύνω, κηλιδώνω κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναπίμπλημι «γεμίζω εντελώς, μολύνω»].