κηλιδώνω
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
Greek Monolingual
(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) κηλίς
1. ρυπαίνω με κηλίδες, λερώνω, λεκιάζω («τὴν ἐσθήτα αὐτοῦ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.)
2. μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, ατιμάζω, κατασπιλώνω, μουντζουρώνω (α. «κηλίδωσε την τιμή του» β. «οὐ δεσμοῖσι διὰ τυραννίδας πατέρας ἐκηλίδωσαν;» Ευρ.).