προσβοώ

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
1. φωνάζω κάποιον
2. μέσ. προσβοῶμαι, -άομαι
προσκαλώ, καλώ κάποιον κοντά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βοῶ «φωνάζω»].