προσδιοριστικός

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσδιοριστικός, -ή, -όν, Ν Μ προσδιορίζω
αυτός που προσδιορίζει, ο κατάλληλος για προσδιορισμό.