προσδιορίζω

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιορίζω Medium diacritics: προσδιορίζω Low diacritics: προσδιορίζω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΩ
Transliteration A: prosdiorízō Transliteration B: prosdiorizō Transliteration C: prosdiorizo Beta Code: prosdiori/zw

English (LSJ)

A define, specify besides, D.20.130; π. διὰ τίν' αἰτίαν.. Arist.de An.407b16; ἐν τίνι καὶ ποίῳ..ib.414a23, al.:—Med., Id.EN 1139b32, Metaph.1005b21, al.:—Pass., προσδιωρίσθω.. τὰ εἰωθότα ib. 1005b27, cf. Ph.1.514.
2 Med., maintain besides, μηδὲν ἀπαντήσειν Plb.32.3.10, cf.Plu.Nic.7.

German (Pape)

[Seite 756] noch dazu begrenzen, bestimmen, Dem. Lpt. 130; – med. noch obendrein behaupten, mit dem acc. c. inf., Pol. 32, 7, 10 u. a. Sp., wie Plut. Nicia 7; – προσδιοριστέον, Arist. top. 6, 3.

French (Bailly abrégé)

définir ou spécifier en outre.
Étymologie: πρός, διορίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-διορίζω, med. nader definiëren.

Russian (Dvoretsky)

προσδιορίζω:
1 тж. med. сверх того определять или уточнять: προσδιορίζων τίς καὶ ποῖος Arst. определяя при этом, который и какой (именно); καὶ ὅσα ἄλλα προσδιορισαίμεθ᾽ ἄν, ἔστω προσδιωρισμένα Arst. и все другое, что мы могли бы еще уточнить, пусть будет уточнено;
2 med. утверждать кроме того: προσδιωρίσατο ζῶντας ἄξειν Ἀθήναζε Plut. он заявил также, что доставит (врагов) живьем в Афины.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ορίζω κάτι με ακρίβεια ύστερα από έλεγχο ή έρευνα
2. καθορίζω («το υπουργείο προσδιόρισε τον κατώτατο μισθό»)
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως
αρχ.
μέσ. προσδιορίζομαι
ισχυρίζομαι επί πλέον («προσδιωρίζετο μηδὲν αὑτῷ δυσχερὲς ἀπαντήσειν ὑπὸ Ῥωμαίων», Πολ.).

Greek Monotonic

προσδιορίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, ορίζω ή καθορίζω επιπλέον, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιορίζω: ὁρίζω, διορίζω προσέτι, Δημ. 496. 17· πρ. διὰ τίν’ αἰτίαν…, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 24· ἐν τίνι καὶ ποίῳ..., αὐτόθι 2. 2, 16, ἀλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 3, 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 3, 9, κ. ἀλλ. ― Παθ., προσδιωρίσθω… τὰ εἰωθότα αὐτόθι 11. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὡσαύτως, ἰσχυρίζομαι προσέτι, τι εἶναι Πολύβ. 32. 7, 10.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to define or specify besides, Dem.:—so in Mid., Arist.