προσδοχή
English (LSJ)
ἡ,
A reception, Epicur.Ep.2p.38U.
2 obligation, acceptance, debt, POxy.1223.25 (iv A.D., pl.); dub. sens. in PTeb.209 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 756] ἡ, die Aufnahme, Epicur. bei D. L. 10, 89.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
προσδοχή: ἡ, ὑποδοχή, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 89.
Greek Monolingual
ή, Α προσδέχομαι
1. υποδοχή
2. υποχρέωση, χρέος.