προσεδάφιση
From LSJ
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
Greek Monolingual
η, Ν προσεδαφίζω
κάθοδος πτητικής μηχανής ή διαστημικού οχήματος στο έδαφος της Γης ή άλλου ουράνιου σώματος.