προσεκδέχομαι

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

German (Pape)

[Seite 758] (s. δέχομαι), noch dazu empfangen, aufnehmen, erwarten, adj. verb. προσεκδεκτέον, Schol. Ap. Rh. 3, 601.