προσεκθρώσκω

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

German (Pape)

[Seite 758] (s. θρώσκω), noch dazu herausspringen od. herausspritzen lassen, richtige Verbess. bei Plut. de fluv. 23, 4: τὸ τῶν γυναικῶν γένος μισῶν πέτρᾳ τινὶ προσεξέθορεν, nämlich den Saamen, wo προσεξέθερεν ohne Sinn stand.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκθρώσκω: ἐκθρώσκω, ἐκπηδῶ προσέτι, Πλούτ. 2. 1165Β.

Greek Monolingual

Α
κάνω κάποιον ή κάτι να εκπηδήσει επί πλέον («υἱὸν ἔχειν βουλόμενος καὶ τὸ τῶν γυναικῶν γένος μισῶν, πέτρᾳ τινὶ προσεξέθορεν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκθρῴσκω «πηδώ, εξορμώ»].