δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-έω, Αλοιδορώ, διασύρω επιπροσθέτως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκ + λοιδορῶ «βρίζω, κακολογώ»].