προσεκλοιδορώ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
λοιδορώ, διασύρω επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκ + λοιδορῶ «βρίζω, κακολογώ»].