Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσηλυτίζω

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

Ν
1. κάνω κάποιον να μεταστραφεί και να ακολουθήσει τη δική μου θρησκεία ή το δικό μου θρησκευτικό δόγμα
2. προσελκύω κάποιον, τον κάνω οπαδό της δικής μου ιδεολογίας, φιλοσοφίας και πολιτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσήλυτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Γ. Λάτρη].