προσηλυτίζω
From LSJ
Ν
1. κάνω κάποιον να μεταστραφεί και να ακολουθήσει τη δική μου θρησκεία ή το δικό μου θρησκευτικό δόγμα
2. προσελκύω κάποιον, τον κάνω οπαδό της δικής μου ιδεολογίας, φιλοσοφίας και πολιτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσήλυτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Γ. Λάτρη].