προσκόρως

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source

Russian (Dvoretsky)

προσκόρως: в пресыщении, от пресыщения (τὰ σιτία ἐρυγγάνειν Anth.).