προσκύσαι

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monotonic

προσκύσαι: [ᾰ], απαρ. αορ. αʹ του προσκυνέω.

Russian (Dvoretsky)

προσκύσαι: inf. aor. к προσκυνέω.