προσκύσαι

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Greek Monotonic

προσκύσαι: [ᾰ], απαρ. αορ. αʹ του προσκυνέω.

Russian (Dvoretsky)

προσκύσαι: inf. aor. к προσκυνέω.