προσοργίζομαι
English (LSJ)
Pass., to be angry at, J.BJ2.14.6 (v.l.), Plu.2.13d.
German (Pape)
[Seite 775] pass., worüber, gegen Einen zornig werden, zürnen, τινί, Plut. de educ. lib. 18, προσοργισθέντες.
French (Bailly abrégé)
s'irriter contre, τινι.
Étymologie: πρός, ὀργίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
προσοργίζομαι: Παθητ., ὀργίζομαι ἐναντίον τινός, Πλούτ. 2. 13D, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 14, 6.
Greek Monolingual
Α
οργίζομαι με κάτι.