προσπαραλαμβάνω

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαραλαμβάνω Medium diacritics: προσπαραλαμβάνω Low diacritics: προσπαραλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: prosparalambánō Transliteration B: prosparalambanō Transliteration C: prosparalamvano Beta Code: prosparalamba/nw

English (LSJ)

employ as well, Παῆσιν PCair.Zen.500.4 (iii B.C.); take besides, D.C. 42.58, Iamb.Myst.8.4; include, Dsc.1 Praef.6; ἡ ἔννοια τὴν οὐσίαν οὐ.. π. Plot.6.8.7:—Pass., to be employed as well, Sor.1.26.

German (Pape)

[Seite 776] (s. λαμβάνω), noch dazu nehmen, Sp., wie Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω προσέτι, Διοσκ. 1 ἐν τῷ προοιμ., Δίων Κ. 42. 58.

Greek Monolingual

Α
1. λαμβάνω, παίρνω κάποιον ή κάτι ακόμη
2. περιέχω, περικλείω («ἡ ἔννοια τὴν οὐσίαν οὐ... προσπαραλαμβάνει», Πλωτ.)
3. μεταχειρίζομαι κάτι ακόμα.