προσπαραλαμβάνω
From LSJ
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
English (LSJ)
employ as well, Παῆσιν PCair.Zen.500.4 (iii B.C.); take besides, D.C. 42.58, Iamb.Myst.8.4; include, Dsc.1 Praef.6; ἡ ἔννοια τὴν οὐσίαν οὐ.. π. Plot.6.8.7:—Pass., to be employed as well, Sor.1.26.
German (Pape)
[Seite 776] (s. λαμβάνω), noch dazu nehmen, Sp., wie Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
προσπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω προσέτι, Διοσκ. 1 ἐν τῷ προοιμ., Δίων Κ. 42. 58.
Greek Monolingual
Α
1. λαμβάνω, παίρνω κάποιον ή κάτι ακόμη
2. περιέχω, περικλείω («ἡ ἔννοια τὴν οὐσίαν οὐ... προσπαραλαμβάνει», Πλωτ.)
3. μεταχειρίζομαι κάτι ακόμα.