προσωπογράφος

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

ο, η, Ν
ζωγράφος που ασχολείται ειδικά με προσωπογραφίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στο Ἑλληνογαλλικὸν Λεξικὸν του Άγγ. Βλάχου].