προτέρως
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek (Liddell-Scott)
προτέρως: Ἐπίρρ. τοῦ πρότερος, κατὰ τὸν πρότερον τρόπον, Βυζ.
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. βλ. πρότερος.
Russian (Dvoretsky)
προτέρως: ближайшим образом Arst.