προτιβάλλω

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source

Russian (Dvoretsky)

προτιβάλλω: эп. = προσβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτιβάλλω ep. voor προσβάλλω.