προτιμωρώ

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
1. βοηθώ κάποιον εκ τών προτέρων («μὴ ὀργισθῆναι ὅτι ἡμῖν οὐ προυτιμωρήσατε», Θουκ.)
2. μέσ. προτιμωροῦμαι, -έομαι
εκδικούμαι κάποιον εκ τών προτέρων, τιμωρώ («ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τιμωρῶ «βοηθώ, εκδικούμαι»].