ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
και πρόμυτα Νεπίρρ. μπρούμυτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μπρούμυτα (βλ. λ. μπρούμυτα)].