προύμυτα

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

και πρόμυτα Ν
επίρρ. μπρούμυτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μπρούμυτα (βλ. λ. μπρούμυτα)].