προὐξένησε

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek (Liddell-Scott)

προὐξένησε: προὐξεπίσταμαι, προὐξεργάζομαι, προὐξερευνάω, προὐξεφίεμαι, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προεξ.-

Greek Monotonic

προὐξένησε: προὐξεπίσταμαι, προὐξερευνάω και -ήτης, προὐξεφίεμαι, συνηρ. αντί προ-εξ-.