προὐξένησε

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek (Liddell-Scott)

προὐξένησε: προὐξεπίσταμαι, προὐξεργάζομαι, προὐξερευνάω, προὐξεφίεμαι, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προεξ.-

Greek Monotonic

προὐξένησε: προὐξεπίσταμαι, προὐξερευνάω και -ήτης, προὐξεφίεμαι, συνηρ. αντί προ-εξ-.