προὐξένησε
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek (Liddell-Scott)
προὐξένησε: προὐξεπίσταμαι, προὐξεργάζομαι, προὐξερευνάω, προὐξεφίεμαι, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προεξ.-
Greek Monotonic
προὐξένησε: προὐξεπίσταμαι, προὐξερευνάω και -ήτης, προὐξεφίεμαι, συνηρ. αντί προ-εξ-.