πρωταργόλη

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(φαρμ.) εμπορική ονομασία για τον πρωτεϊνικό άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Protargol, εμπορική ονομασία].