πρωτολέγω

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

και πρωτολέω Ν
1. λέω κάτι για πρώτη φορά
2. λέω κάτι πρώτος εγώ.