πρωτομάρτυς

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek (Liddell-Scott)

πρωτομάρτυς: (καὶ πρωτομάρτῠρ), -ῠρος, ὁ, ὁ πρῶτος μάρτυς, περὶ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ Ἁγίας Θέκλης, Ἐπιφάν. Ι. 321Α, Ἀπόκρυφ. Πράξ. Παύλου καὶ Θέκλ. σ. 63, Εὐάγρ. 2612Β, Δαμάσκ. ΙΙ, 253C, Ὡρολόγ. τὸ μέγα Δεκεμβρ. 27 καὶ Σεπτεμβρ. 24.