πρωτόγερος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
ο, Ν
(στον Ερωτόκρ.) ο πρώτος από τους γέροντες μιας κοινότητας που τιμάται περισσότερο, ο δημογέροντας.