πρόπωμα
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
πρόπωμα: «τὸ πρόπομα, ὅπερ καὶ πρόπωμα λέγεται Ἀττικῶς διὰ τοῦ ω» Χοιροβ. ἐν Δ. Β. 1414.
-ώματος, τὸ, Α
(δ. γρφ.) βλ. πρόπομα.